Όπως φαντάζεστε, αυτές τις μέρες δέχομαι συνεχείς προσκλήσεις να σχολιάσω την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Πέραν μιας σύντομης ανάρτησης δεν έχω να προσθέσω κάτι. Ίσως όμως βοηθήσει τον δημόσιο διάλογο, ιδίως εντός της Αριστεράς, η αναπαραγωγή ενός κειμένου στο οποίο είχα πασχίσει να καταγράψω, χωρίς κανένα πάθος ή φόβο, όσα κατανόησα για τον άνθρωπο. [Ακολουθεί μέρος του Κεφ. 17 του βιβλίο μου ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ, Εκδόσεις Πατάκη 2017]
«Αν κοιτάξεις το εσωτερικό της αβύσσου για πολλή ώρα, στο τέλος η άβυσσος θα κοιτάξει μέσα σου». (Φρ. Νίτσε)
Το αγχωτικό απόφθεγμα του Νίτσε περιγράφει αυτό που βίωσα όταν προσπάθησα να εντρυφήσω στον ψυχισμό των συντρόφων μου. Είχα βρεθεί στην πρώτη γραμμή ενός βρόμικου πολέμου, ύστερα από χρόνια ευχάριστων μοναχικών ακαδημαϊκών περιπλανήσεων σε απόκρυφα θεωρητικά ερωτήματα. Γνώριζα ότι στις μάχες που θα ξεσπούσαν από την πρώτη κιόλας μέρα μετά την εκλογή μας στο εξωτερικό μέτωπο εξαρτιόμουν πλήρως από τους συντρόφους μου για να καλύπτονται τα νώτα μου. Η αποκωδικοποίηση της σκέψης και των προθέσεών τους ήταν ό,τι πιο δύσκολο έχω επιχειρήσει.
Φίλοι και επικριτές με κατηγορούν ότι διέκρινα θετικά στοιχεία στον Αλέξη που δεν υπήρχαν. Κάνουν λάθος. Η πρόθεσή του να απελευθερώσει την Ελλάδα από τον παγίδα του φαύλου κύκλου ήταν ειλικρινής. Η ευφυΐα κι η ικανότητά του να μαθαίνει γρήγορα ήταν εμφανείς. Το ίδιο κι ο ενθουσιασμός του για το αποτρεπτικό σχέδιο που είχα προτείνει και η ιεράρχηση πάνω από όλους τους άλλους στόχους της αναδιάρθρωσης του χρέους. Η εκτίμησή του για όσα του προσέφερα ήταν υπαρκτή. Όταν, για παράδειγμα, μου έδωσε την εντολή, ενώπιον του Κυβερνητικού Συμβουλίου, να μεταβώ στην Ουάσινγκτον για να ανακοινώσω αυτοπροσώπως στην Κριστίν Λαγκάρντ την απόφασή μας για στάση πληρωμών προς το ΔΝΤ, η έξαρσή του ήταν αυθεντική. Ο λόγος για τον οποίο διέκρινα όλα αυτά τα θετικά στοιχεία στον Αλέξη είναι πως όντως υπήρχαν. Το λάθος μου ήταν ότι δε διέκρινα και όλα τα άλλα στοιχεία που επίσης υπήρχαν, ανάμεικτα μέσα του: Το δικό του Plan B, το οποίο εγγυημένα θα ακύρωνε τις δικές μου προσπάθειες για το κοινό μας Plan A, προτού ακόμα του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία να πετύχει. Την αβάσταχτη επιπολαιότητά του. Την τάση του στη μελαγχολία. Και, τέλος, την έντονη επιθυμία να αποδείξει σ’ έναν αστικό κόσμο που τον αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό ότι δεν ήταν διάττων αστήρ.
Όταν την πρώτη μέρα μας στην κυβέρνηση μου τόνισε ότι είχαμε καθήκον να είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε τα κλειδιά των οφίτσιών μας στην αντιπολίτευση, αντί να παραδοθούμε στους δανειστές, είμαι σίγουρος ότι δεν έλεγε ψέματα. Το κομμάτι του Αλέξη που μου έλεγε αυτά τα λόγια έλεγε την αλήθεια. Γι’ αυτό βούρκωσα όταν τον άκουσα. Γι’ αυτό τον πίστεψα. Απλώς εκείνο το κομμάτι δεν ήταν το μοναδικό!
Τον πίστεψα επίσης επειδή, παρά τα αποκαρδιωτικά πισωγυρίσματά του, γνώριζα την απάνθρωπη πίεση υπό την οποία καλούνταν να λαμβάνει αποφάσεις. Θυμάμαι εκείνη την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου, με τις τράπεζες κλειστές, με τον αγώνα για το ΟΧΙ σε πλήρη εξέλιξη, να πηγαίνω στο Μαξίμου για να του παρουσιάσω την τελευταία εκδοχή του Σχεδίου Χ, του σχεδίου έκτακτης ανάγκης που μου είχε ζητήσει να ετοιμάσω σε περίπτωση που μας ανάγκαζαν να βγούμε από το ευρώ. Καθώς του το παρέδιδα, με ρώτησε: «Είναι εφικτό;»
Του απάντησα ειλικρινά: «διάβασέ το και κλάψε», όπως κλαίγαμε όσοι το επεξεργαζόμασταν. Η μετάβαση σε μια νέα δραχμή θα ήταν επώδυνη, σχεδόν αποπνικτική – τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες. Είχα επιβάλει στην ομάδα μου να μην αποκρύψουν καμία από τις ζοφερές πτυχές του Σχεδίου στο κείμενο που του παραδώσαμε. Πράγματι, το κείμενο του Σχεδίου Χ σκιαγραφούσε, ως όφειλε, την επώδυνη διαδικασία ενός Grexit βήμα προς βήμα. Καθώς βούλιαζε απελπισμένος στην πολυθρόνα του, του υπενθύμισα δύο πράγματα.
Πρώτον, σκοπός του Σχεδίου Χ ήταν να υπάρχει αλλά όχι να χρησιμοποιηθεί, εκτός κι αν ο Σόιμπλε επιβαλλόταν στη Μέρκελ. Του σύστησα όμως να ενεργοποιήσουμε αμέσως το παράλληλο σύστημα πληρωμών σε ευρώ, που ήταν το αντίθετο του Σχεδίου Χ: ένα σύστημα που θα μας επέτρεπε, σε περίπτωση επικράτησης του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, να παραμείνουμε στην ευρωζώνη το αναγκαίο διάστημα ώστε η Μέρκελ και ο Ντράγκι να έχουν την ευκαιρία να μας επαναπροσεγγίσουν –όπως είχε κάνει ο Γιουνκέρ την προηγουμένη– με σχέδιο συμφωνίας βατό, που θα συμπεριελάμβανε τις ελάχιστες απαιτήσεις μας για ελάφρυνση του χρέους και για τερματισμό της αυτοτροφοδοτούμενης λιτότητας.
Ο Αλέξης με κοίταξε γαλήνια και ρώτησε: «Ποιες είναι οι πιθανότητες να μας προσεγγίσουν με κάτι αξιοπρεπές, Γιάνη;» Σε εκείνη την κρίσιμη καμπή στην ιστορία της χώρας ήμουν υποχρεωμένος να απαντήσω στον πρωθυπουργό μου στη βάση της πιο συντηρητικής, και λιγότερο αισιόδοξης, εκτίμησης που συνήδε με τα στοιχεία της στιγμής. Του είπα ότι οι πιθανότητες να το κάνουν ήταν 100% αν έπρατταν με βάση τη λογική. Όμως, τον προειδοποίησα, όπως μου είχε γράψει ο Νταν Έλσμπεργκ, ο μεγάλος Αμερικανός παιγνιοθεωρητικός – ο οποίος, από σχεδιαστής της στρατηγικής εξαπόλυσης πυρηνικού πολέμου εκ μέρους του Πενταγώνου, κατέληξε ειρηνιστής και ο άνθρωπος που εξευτέλισε την αμερικανική πολεμική μηχανή δημοσιοποιώντας τα λεγόμενα Κείμενα του Πενταγώνου (Pentagon Papers), φέρνοντας τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ μία ώρα αρχύτερα:
«Να μην ξεχνάς πως το καθεστώς μπορεί να είναι αυθεντικά παραλόγως αυτοκαταστροφικό – κι όχι απλώς να προσποιείται ότι είναι παράλογο!»
Συνέχισα λέγοντας: «Οι ισχυροί πολιτικοί ηγέτες στην Ευρώπη έχουν προϊστορία στο να είναι πολύ κακοί όσον αφορά την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, υποκύπτοντας αντ’ αυτής σε παράλογες παρορμήσεις». Και δεδομένου ότι ο παραλογισμός καθιστά δύσκολη την πρόβλεψη, είπα στον Αλέξη ότι μια πιο λογική εκτίμηση της πιθανότητας η καγκελάριος Μέρκελ τελικά να επιλέξει την αμοιβαίως επιζήμια εναλλακτική ενός Grexit, αντί για την αμοιβαίως ευνοϊκή συμφωνία, ήταν περίπου πενήντα-πενήντα. Όμως, κατέληξα με έμφαση, ακόμα κι αυτό το ζοφερό Grexit, το οποίο απεύχομαι όπως κι εσύ, είναι καλύτερο, Αλέξη, από άλλη μία τετραετία Μνημονιστάν. Τουλάχιστον, παρά το μεγάλο κόστος των πρώτων μηνών, το Μνημονιστάν θα τελείωνε, το χρέος θα κουρευόταν, η κυριαρχία μας θα επέστρεφε και, πριν περάσει πολύς καιρός, οι πληγές θα επουλώνονταν. Αντίθετα, η συνθηκολόγηση ισοδυναμεί με επέκταση εις το διηνεκές της ερημοποίησης της χώρας υπό καθεστώς αποικίας χρεοδουλοπαροίκων.
Το θέαμα του Αλέξη να λυγίζει κάτω από την πίεση της εκτίμησης «πενήντα-πενήντα» που του έδωσα με έκανε ευάλωτο στο να συγχωρώ, να νομιμοποιώ και να εκλογικεύω τα ασυγχώρητα, αήθη και παράλογα ολισθήματά του. Υπήρχαν πολλά τέτοια, αλλά δύο ξεχώριζαν:
(1) Η υπαναχώρησή του από τη σαφή συμφωνία μας, στην οποία είχαμε βασίσει την αρχική μας στρατηγική, σύμφωνα με την οποία η συνέχιση της πτώχευσης της χώρας μέσω 3ου μνημονίου θα ήταν χειρότερη από το Grexit, όσο επώδυνο κι αν ήταν αυτό.
(2) Η απόρριψη της έκκλησής μου να απευθυνθεί στον λαό με την αξιοπρεπή ομιλία παράδοσης που του είχα ετοιμάσει, αντί να οργανώσει δημοψήφισμα το οποίο ενδόμυχα ήλπιζε να χάσει.
Κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για το ΟΧΙ, προέβην σε δήλωση που είχε διττό στόχο, πρώτον, να μεταφέρει στον κόσμο μας μια αλήθεια και, δεύτερον, να πιέσει τον Αλέξη και τους υπόλοιπους συναδέλφους στην κυβέρνηση να αποκαλύψουν τις προθέσεις τους σε περίπτωση που επικρατούσε το ΝΑΙ. Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη στο Bloomberg δήλωσα ότι αν κέρδιζε το ΝΑΙ, θα υπέβαλλα την παραίτησή μου αμέσως:
«Ως δημοκράτης», είπα, «θα σεβαστώ τη βούληση του λαού να προσυπογράψει τους όρους των δανειστών. Όμως, την ίδια στιγμή, δεν έχω καμία υποχρέωση να υπογράψω και να εφαρμόσω τη συμφωνία εγώ ο ίδιος. Αν κερδίσει το ΝΑΙ, θα παραιτηθώ και θα αφήσω να το κάνει όποιος με διαδεχτεί».
Πέραν του ότι ήθελα να ξεκαθαρίσω στους ψηφοφόρους μου ότι ένα ΝΑΙ θα με οδηγούσε στην παραίτηση από το Υπουργείο Οικονομικών, ήθελα να δω πώς θα αντιδρούσαν στη δήλωσή μου εκείνη οι σύντροφοί μου, όχι μόνον ο Αλέξης αλλά και ο Ευκλείδης, παραδείγματος χάριν. Το γεγονός ότι σφύριξαν αδιάφορα, ότι κανείς τους δε δεσμεύτηκε να κάνει το ίδιο, μου έλεγε όλα όσα χρειαζόταν να γνωρίζω. Ήταν απλό.
Το ΝΑΙ δεν ήταν, γι’ αυτούς, λόγος παραίτησης. Θα υπηρετούσαν το νέο μνημόνιο υπό το φύλλο συκής της λαϊκής ετυμηγορίας για παράδοση στην τρόικα. Στην ουσία, η διαφορά μου με τους συναδέλφους μου στον Σύριζα ήταν πως, ενώ διοχέτευα όλη μου την ενέργεια, επιστράτευα όλες μου τις (όποιες) ικανότητες ενάντια στην τρόικα και υπέρ της αναδιάρθρωσης των χρεών μας, εκείνοι είχαν άλλους, ή έστω και άλλους, κρυφούς στόχους. Αυτό το εμπέδωσα μετά από εκείνη τη σκληρή 27η Απριλίου, όταν ο Αλέξης αποφάσισε να καθαιρέσει τον Θεοχαράκη και να με περιθωριοποιήσει. Πάλευα να τον πείσω πως ήταν αυτοκαταστροφικό να εξουδετερώσει τον υπουργό Οικονομικών του ενώ βρισκόταν αντιμέτωπος μ’ ένα αδίστακτο Eurogroup και τον πανίσχυρο άξονα Μέρκελ-Σόιμπλε. Του είχα προτείνει μάλιστα να με αντικαταστήσει (βλ. κεφάλαιο 14). Όμως ο Αλέξης και οι συν αυτώ δεν είχαν ως αυτοσκοπό την αποτελεσματική αντίσταση στους δανειστές. Κοίταζαν πέραν της συνθηκολόγησης και αναζητούσαν την ιδανική φόρμουλα για να με θυσιάσουν χωρίς δικό τους κόστος.
«Πώς δεν το είχες δει αυτό τότε;» είναι το στάνταρ ερώτημα που μου τίθεται παντού μέχρι και σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι όποια αναλγησία και να υπήρχε στον Αλέξη, εγώ δεν τη διέκρινα. Αντίθετα με τις περιπτώσεις του Δραγασάκη, του Παππά, του Σαγιά, για να μην αναφερθώ στον Χουλιαράκη, όπου έβλεπα καθαρά μετά από κάποιο σημείο τι συνέβαινε, στην περίπτωση του Αλέξη οι αισθητήρες μου απέτυχαν. Γιατί; Ύστερα από σκέψη, η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου είναι απλή: Αυτό οφειλόταν στην ικανότητά του να κάνει κάτι που οι υπόλοιποι ήταν ανίκανοι να κάνουν – να δει τον εαυτό του στον καθρέπτη, να τον εξετάσει και να αυτοστοχαστεί.
Θυμάμαι ένα απόγευμα, τον Μάιο, βρισκόμασταν στο γραφείο του στη Βουλή, με τη μεταξύ μας σύγκρουση σε έξαρση λόγω της απόφασής του (πίσω από την πλάτη μου) να «δώσει» στην τρόικα σκληρότατη νέα λιτότητα (εκείνο το μόνιμο 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος). Είχα μπει στο γραφείο του με διάθεση αντιπαράθεσης, καθώς, λίγο πριν, είχε πέσει στην αντίληψή μου άλλη μία αλόγιστη παραχώρηση που η ομάδα του έκανε στους τροϊκανούς χωρίς καν να με ενημερώσουν. Όμως ο Αλέξης μου έκοψε τη φόρα παίρνοντας ένα αυτοστοχαστικό ύφος και λέγοντάς μου τα εξής:
«Διάβαζα άρθρο του Σταύρου Λυγερού μόλις τώρα. Ο μπαγάσας με έχει καταλάβει. Παρομοίασε την κατάστασή μου με το ψάρεμα ξιφία. Έχω δαγκώσει, λέει, το δόλωμα αλλά είμαι πολύ δυνατός για να με τραβήξουν έξω από το νερό. Έτσι, περιμένουν υπομονετικά. Τραβούν την πετονιά, μετά από λίγο τη χαλαρώνουν, μετά την ξανατραβούν. Θα συνεχίσουν έτσι μέχρι να με εξαντλήσουν. Μόλις νιώσουν πως εξασθενώ, θα με τραβήξουν έξω με μια απότομη κίνηση.»
Οι άλλοι, άνθρωποι σαν τον Δραγασάκη και τον Χουλιαράκη, ποτέ δε θα με ξεγελούσαν. Δε θα είχα πιστέψει τις υπεκφυγές τους ούτε θα είχα συστρατευτεί μαζί τους, όσο καλός και άγιος να ακουγόταν ο σκοπός που ασπάζονταν. Η περίπτωση του Αλέξη ήταν διαφορετική. Επιδιδόταν σ’ έναν πολύπλοκο εσωτερικό διάλογο και έπρεπε να πείσει τον εαυτό του πριν παραβιάσει τις δικές του κόκκινες γραμμές, το οποίο διαφέρει από την περίπτωση κάποιου που δεν είχε ποτέ την πρόθεση να τις σεβαστεί. Μπορώ να φανταστώ τον Αλέξη να μονολογεί, σαν τον Ριχάρδο Γ΄ του Σαίξπηρ: «Έτσι, αφού είναι αδύνατον να γίνω κι εγώ εραστής και να φχαριστηθώ ετούτο τον ανέμελο καιρό, πήρα την απόφαση να γίνω κακός», μόνο που αντί για «εραστής» θα έλεγε «επαναστάτης» και αντί για «να γίνω κακός» θα έλεγε «να εισέλθω στον κύκλο της εξουσίας».
Οι πράξεις του Αλέξη δεν ήταν «μπανάλ», κοινότοπες, για να χρησιμοποιήσω τη σημασία που δίνει η Χάννα Άρεντ στη λέξη. Πάλεψε σκληρά για να αποδεχτεί τις πράξεις του και να βρει τη γαλήνη σε αυτές, άσχετα αν απέτυχε. Αυτή η εσωτερική φωνή του Αλέξη ήταν, είμαι πεπεισμένος, η δύναμή του και ταυτόχρονα η καταστροφή του, ο σφετεριστής του κοινού μας σκοπού και παράλληλα ο λόγος για τον οποίο τον πίστεψα σχεδόν μέχρι το πικρό τέλος.
Το μπέρδεμα που μου προκαλούσε η εσωτερική φωνή του Αλέξη το επέτεινε η περίπτωση του φίλου μου του Ευκλείδη. Ο Ευκλείδης είναι ένα παράξενο υβρίδιο: ένας πανεπιστημιακός με καταβολές παρόμοιες με τις δικές μου, αλλά ταυτόχρονα και «ζώον κομματικόν», με την ψευδοαριστοτελική έννοια. Με τον Ευκλείδη «συναντηθήκαμε στην αγγλική γλώσσα», για να δανειστώ άλλη μία φράση της Άρεντ. Μοιραζόμασταν το ίδιο χιούμορ, τις ίδιες πολιτισμικές αναφορές, τον ίδιο ριζοσπαστικό ευρωπαϊσμό, την ίδια άποψη για διαφορετικές σχολές οικονομικής σκέψης. Του άρεσε να προσποιείται πως πολιτικά βρισκόταν στα αριστερά μου, να φέρεται ως η αριστερή μου συνείδηση που είχε καθήκον να με επαναφέρει στην τάξη και να με αποτρέπει από το να παρασυρθώ σε αστικές τάσεις και ύποπτες φιλίες, όπως εκείνη με τον Νόρμαν Λάμοντ – κάτι που μου άρεσε να τον αφήνω να πιστεύει. Η αντιπάθεια και η περιφρόνηση που ένιωθε για τον Παππά και τον Αλέξη, τις οποίες εκείνοι ανταπέδιδαν, σε συνδυασμό με τη σκληρή μάχη που είχα δώσει για να συμπεριληφθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, με έκαναν να αισθάνομαι ένα μαζί του.
Όταν την 27η Απριλίου, υπό την πίεση της Μέρκελ και του Ντάισελμπλουμ, ο Αλέξης με περιθωριοποίησε, ανακοίνωσε παράλληλα ότι ο Ευκλείδης θα αναλάμβανε «συντονιστής» της διαπραγμάτευσης. Τα μέσα μετέδωσαν την είδηση σε όλη την υφήλιο και χαιρέτισαν τον Ευκλείδη ως τον νέο επικεφαλής διαπραγματευτή μας. Στην πραγματικότητα τίποτα τέτοιο δεν ίσχυε. Μπορεί να είχα περιθωριοποιηθεί, και ο Ευκλείδης να έμπαινε στα διάφορα «δωμάτια» ακολουθώντας τον Αλέξη, όμως ούτε κι αυτός είχε ουσιαστική συμμετοχή στη διαμόρφωση της διαπραγματευτικής στρατηγικής.
Ένα παράδειγμα που τα λέει όλα είναι εκείνη η τραγική στιγμή, προς το τέλος του Απρίλη, όταν ο Αλέξης παραδόθηκε στη νέα λιτότητα αποδεχόμενος μία δεκαετία στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος πάνω από το 3% του εθνικού εισοδήματος. Καλά, εγώ που ήμουν ήδη στο περιθώριο δεν ερωτήθην! Ο Ευκλείδης όμως; Το γνώριζε; Ήταν σύμφωνος; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το ίδιο σοκαρισμένος και θυμωμένος με μένα βρέθηκε ο νέος «συντονιστής» της «πολιτικής ομάδας διαπραγμάτευσης». Μέχρι τέλους βρισκόμασταν συχνά στο Μαξίμου ή σε κάποια αίθουσα των Βρυξελλών να κοιτάμε αποσβολωμένοι ο ένας τον άλλον, ενώ ο Σαγιάς και ο Χουλιαράκης και οι λοιποί συνέτασσαν το SLA, και να αναρωτιόμαστε τι ρόλο παίζουμε. Αναπτύξαμε έως και το δικό μας μαύρο χιούμορ: Τον ρωτούσα τι στο καλό συνέβαινε και απαντούσε: «Μήπως με πέρασες για κάποιον που ξέρει;»
Όμως, διαφέραμε σε ένα βασικό σημείο: ο Ευκλείδης ήταν κομματικός παίκτης, εγώ όχι. Προσέδωσε νομιμοποίηση στην αποτρόπαια διαδικασία της διαπραγμάτευσης με το να εμφανίζεται να εκπληρώνει τον ρόλο του ως επικεφαλής διαπραγματευτή, αφήνοντας έτσι τον κόσμο να πιστεύει πως όντως διεξαγόταν κάποιου είδους διαπραγμάτευση.
Από τη μεριά μου, όπως έχω ήδη τονίσει, δεν παραιτούμουν όσο παρέμενε ζωντανή η (φθίνουσα) ελπίδα πως (α) η ρήξη ήταν αναπόφευκτη επειδή την ήθελε η τρόικα και (β) ο Αλέξης, αν και έτοιμος να εγκαταλείψει την αναδιάρθρωση του χρέους και το αίτημα για τερματισμό της λιτότητας, δε θα υπέκυπτε στον προσωπικό εξευτελισμό που προσπαθούσε να του επιβάλει η τρόικα – οπότε ίσως τελικά να χρειαζόταν τις δεξιότητές μου όσον αφορά το παράλληλο σύστημα πληρωμών και την αναδιάρθρωση του χρέους.
Η πίστη μου ότι δεν ήμουν εντελώς μόνος στο πολεμικό συμβούλιο, ότι ο Ευκλείδης κι εγώ συμφωνούσαμε πως κατά κάποιον τρόπο ήμασταν εναλλάξιμοι, έπαιξε βασικό ρόλο στο να διατηρήσω την ελπίδα εκείνη. Αν είχα καταφέρει να προβλέψω ότι, εν τέλει, δεν ήμασταν εναλλάξιμοι, ότι ο Ευκλείδης εν τέλει θα γινόταν ο άνθρωπος που θα χρησιμοποιούσε το καθεστώς για να υπογράψει το 3ο μνημόνιο που γνώριζαν ότι εγώ δε θα υπέγραφα ποτέ, ίσως η στάση μου να ήταν διαφορετική – από τον Μάρτιο ή, τουλάχιστον, από τον Απρίλιο κι έπειτα.
Μέχρι το τέλος δεν είχα διανοηθεί ότι ο Ευκλείδης θα μπορούσε να βάλει την υπογραφή του σε αυτά που τελικά υπέγραψε, πεπεισμένος ότι θα παραιτούνταν πολύ προτού το χέρι του φτάσει ως εκεί. Υπήρχαν ενδείξεις περί του αντιθέτου που θα έπρεπε να τις έχω λάβει σοβαρά υπ’ όψιν; Ναι, υπήρχαν. Με τη βοήθεια της απόστασης από τα γεγονότα, αντιλαμβάνομαι ότι υπήρξαν δύο ανακολουθίες που έπρεπε να μου είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Η πρώτη ήταν ότι, όταν μιλούσαμε μόνοι μας, ο Ευκλείδης ήταν εξαιρετικά πνευματώδης, επακριβής στις απόψεις του για το καθετί, σε πλήρη αρμονία με τη «γραμμή» μου και καυστικός στον σχολιασμό του υπόλοιπου πολεμικού συμβουλίου, ιδιαίτερα του Αλέξη, του Παππά και του Χουλιαράκη. Όμως, κι εδώ έγκειται η αντίφαση, κατά τη διάρκεια του πολεμικού συμβουλίου, οι παρεμβάσεις του ήταν πειθήνιες, φλύαρες και δυσανάγνωστες ως απόψεις που ενίσχυαν τις τοποθετήσεις μου. Συχνά, δε με στήριζε καθόλου εντός των τειχών ενώ μερικά λεπτά αργότερα, εκτός των τειχών, όταν μιλούσαμε οι δυο μας, συμφωνούσε απολύτως με τη θέση μου, την οποία δεν είχε όμως υπερασπιστεί εκεί που μέτραγε.
Η δεύτερη ανακολουθία ήταν πως κάθε φορά που διαπιστώναμε από κοινού ότι η ομάδα περί τον Αλέξη οδηγούσε το πλεούμενο στα βράχια την ώρα που μου επετίθετο βάναυσα, και του πρότεινα κοινή μας δράση προτού να είναι αργά, με συμβούλευε να κάνω υπομονή και με απέτρεπε από το να πέσω στην παγίδα της νοοτροπίας του αμυνόμενου μέσα στην ομάδα μας. Μια μέρα θυμάμαι ότι δεν άντεξα και του είπα: «Όταν κάποιος δέχεται επίθεση, η αμυντική στάση ενδείκνυται. Δεδομένου ότι προσπαθούν να με εξοντώσουν, δεν είναι παρανοϊκό να πιστεύω πως προσπαθούν να με εξοντώσουν!»
Όταν την 6η Ιουλίου είχαν όλα πια τελειώσει, μου πήρε αρκετό καιρό να διαγνώσω τα αίτια της αποτυχίας μου να «διαβάσω» τους δύο συντρόφους μου: ο εσωτερικός διάλογος του Αλέξη και η υβριδική φύση του Ευκλείδη είχαν μπλοκάρει το ραντάρ μου αποτελεσματικότατα. Χρειάστηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η ξαφνική μεταμόρφωσή τους που ακολούθησε για να ξεμπλοκάρει. Ήταν μια συγκλονιστική μεταμόρφωση που παρουσιάστηκε από τους κομματικούς ιδεολόγους του Σύριζα ως η αποθέωση του υπεύθυνου ριζοσπαστισμού. Όσο όμως και να πάσχιζαν να βρουν λόγια όμορφα για να διανθίσουν τη συνθηκολόγησή τους, οι κομματικοί προπαγανδιστές δεν μπόρεσαν να έρθουν καν «κοντά» στην περιγραφή της μεταμόρφωσης εκείνης την οποία θα βρεις, αναγνώστη, στην τελευταία σελίδα του 1984.
Αναφερόμενος στον συνθηκολογημένο ιδεολόγο ακτιβιστή Ουίνστον Σμιθ, που, έως πρότινος, έδινε αγώνα μεγάλο κατά του Μεγάλου Αδελφού, ο Τζορτζ Όργουελ γράφει:
«Τώρα δεν έτρεχε πια ούτε ζητωκραύγαζε… Βρισκόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου και ομολογούσε τα πάντα, ενοχοποιούσε τους πάντες… Η σφαίρα που πρόσμενε τόσον καιρό καρφωνόταν στο μυαλό του… Ω σκληρή, ανώφελη παρεξήγηση! Ω πεισματάρη, εκούσια εξόριστε από τους στοργικούς κόλπους. Δυο δάκρυα που μύριζαν τζιν κύλησαν στα μάγουλα εκατέρωθεν της μύτης του. Όλα ήταν εντάξει όμως, όλα ήταν καλά, ο αγώνας είχε τελειώσει. Είχε κερδίσει τη μάχη με τον εαυτό του. Αγαπούσε τον Μεγάλο Αδελφό.»