Ο Πρόεδρος Μπάιντεν έχει ένα μικρό παράθυρο για να τονώσει την αμερικανική οικονομία. Εφιάλτης του είναι η επανάληψη του λάθους της κυβέρνησης Ομπάμα της οποίας η τονωτική ένεση το 2009 ήταν πολύ ισχνή, με αποτέλεσμα την απογοήτευση του εκλογική σώματος και, δύο χρόνια μετά, την απώλεια του ελέγχου του Κογκρέσου. Για να μην πέσει στην ίδια παγίδα, ο Μπάιντεν προωθεί με ό,τι δύναμη διαθέτει ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα δημοσιονομικής ένεσης 1,9 τρις δολαρίων.
Απέναντί του έχει, πέραν της Ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης, εκπροσώπους του Δημοκρατικού κατεστημένου που, ενώ στήριξαν την εκλογή του, τώρα του ασκούν κριτική ότι το «παρακάνει». Ο τ. Υπουργός Οικονομικών του Κλίντον και μεγαλοσυμβουλάτορας του Ομπάμα Larry Summers, μαζί με τον τ. Διευθυντή του Οικονομικού Τμήματος του ΔΝΤ Olivier Blanchard, τον προειδοποιούν ότι τα 1,9 τρις δολάρια είναι πάρα πολλά. Ότι μια τόσο μεγάλη ένεση στην οικονομία θα φέρει πληθωριστικές πιέσεις που θα αυξήσουν τα επιτόκια δυσχεραίνοντας την ικανότητα της κυβέρνησης να δανείζεται. Μια τέτοια εξέλιξη, του λένε, θα τον αναγκάσει να πατήσει απότομα το φρένο στις κρατικές δαπάνες και, ίσως, να αυξήσει φόρους. Η αναγκαστική επιστροφή στη Λιτότητα, καταλήγουν, θα φέρει την απογοήτευση στο εκλογικό σώμα, και την ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές του Κογκρέσου, την οποία ο Μπάιντεν θέλει να αποτρέψει πάση θυσία.
Το πρόβλημα με αυτή τη διαμάχη είναι ότι, τόσο οι υποστηρικτές του πακέτου των 1,9 τρις δολαρίων όσο και οι επικριτές του, υποθέτουν ότι υπάρχει κάποιο ποσό δολαρίων που είναι επαρκές χωρίς να είναι υπερβολικό. Διαφωνούν μόνο κατά πόσον το ποσό είναι τα 1,9 τρις ή μικρότερο. Δυστυχώς, και για τους μεν και για τους δε, δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ποσό: Όποια ποσότητα δολαρίων και να πέσει στην οικονομία θα αποδειχθεί υπερβολική και, ταυτόχρονα, ανεπαρκής!
Η υπόθεση ότι υπάρχει ένα ιδανικό ποσό, που μπορεί να είναι τα 1,9 τρις ή ένα μικρότερο ποσό, θεμελιώνεται σε μια άλλη πιο βασική υπόθεση: Ότι υπάρχει ένα ιδανικό επιτόκιο το οποίο αντιστοιχεί στο ιδανικό ποσό που θα ρίξει η κυβέρνηση στην οικονομία.
Τί είναι εκείνο που καθιστά ένα επιτόκιο ιδανικό; Δύο πράγματα. Πρώτον, πρέπει να είναι τέτοιο που να βοηθά στην εξισορρόπηση μεταξύ των διαθέσιμων αποταμιεύσεων και των παραγωγικών επενδύσεων. Δεύτερον, να μην προκαλέσει αλυσιδωτές πτωχεύσεις επιχειρήσεων, συνταξιοδοτικών ταμείων, ασφαλιστικών εταιρειών και, βέβαια, υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Κι εδώ είναι το πρόβλημα: Δεν υπάρχει ένα τέτοιο επιτόκιο που να πετυχαίνει και τους δύο στόχους ταυτόχρονα.
Μια φορά κι ένα καιρό, το επιτόκιο που επικρατούσε πετύχαινε και τους δύο στόχους μαζί. Στις δεκαετίες του 50 και του 60, όσο λειτουργούσε το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα Μπρέττον Γουντς, ένα επιτόκιο της τάξης του 4% κατάφερνε να εξισορροπεί αποταμιεύσεις και επενδύσεις ενώ ταυτόχρονα συνδύαζε την κερδοφορία τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων με την ικανότητα των νοικοκυριών να ανταπεξέρχονται στα χρέη τους.
Εκείνη την εποχή, αν για μια περίοδο οι επενδύσεις υστερούσαν των αποταμιεύσεων, και δεν επανέρχονταν όταν το επιτόκιο έπεφτε κάτω του 4%, μια τονωτική ένεση επί πλέον κρατικών δαπανών αύξανε τις επενδύσεις, το επιτόκιο επανερχόταν στο 4%, και η ισορροπία επέστρεφε. Δυστυχώς, δεν ζούμε πια σ’ ένα τέτοιον κόσμο!
Ο λόγος που ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί πια έτσι έχει να κάνει με τον τρόπο που η κυβέρνηση Ομπάμα, με την συμπαράσταση της Fed (της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ), διέσωσε τις τράπεζες της Δύσης. Μην ξεχνάμε ότι η κρίση του 2008 ήταν το ίδιο βαθιά με εκείνη του 1929. Όπως και το 1929, οι αλυσιδωτές χρεοκοπίες, η ανεργία κι ο αρνητικός πληθωρισμός εξασφάλισαν ότι κανείς δεν ήθελε πια να δανειστεί. Τα επιτόκια καταβαραθρώθηκαν στο μηδέν και ο καπιταλισμός πιάστηκε σε αυτό που ο Κέινς ονόμασε «παγίδα ρευστότητας». Όντας μηδενικό, το επιτόκιο δεν μπορούσε να πέσει κι άλλο. Αν έπεφτε κάτω του μηδενός, θα καταστρεφόταν ότι είχε απομείνει όρθιο από τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες.
Η μεγάλη διαφορά του 1929 από το 2008 ήταν ότι το 2008 η κυβέρνηση Ομπάμα δεν επέτρεψε στις τράπεζες να καταρρεύσουν. Δύο τρόποι υπάρχουν για να διασώσει η κυβέρνηση ένα ολόκληρο τραπεζικό σύστημα. Ο ένας είναι η μεγάλη τόνωση της οικονομίας με κρατικό χρήμα – να ενισχύσει δηλαδή η κυβέρνηση άμεσα τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις ώστε να μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους στις τράπεζες και να αυξήσουν τις επενδύσεις παίρνοντας και νέα δάνεια. Η άμεση κρατική ενίσχυση της οικονομίας, με αυτό τον τρόπο, θα διέσωζε έμμεσα και τον τραπεζικό κλάδο. Ήταν ο δρόμος που η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε να μην ακολουθήσει.
Αντ΄ αυτού, η Fed τύπωσε τρισεκατομμύρια δολάρια και τα έδωσε απ’ ευθείας στις τράπεζες. Παρά το ότι έτσι οι τράπεζες διασώθηκαν, η οικονομία δεν απέδρασε από την «παγίδα ρευστότητας» – από τα μηδενικά επιτόκια. Γιατί; Επειδή οι τράπεζες, που έπρεπε να δανείσουν σε κάποιον το χρήμα που πήραν από την Fed, δεν διανοήθηκαν καν να το δανείσουν στους μικρομεσαίους, οι οποίοι βέβαια δεν είχαν διασωθεί. Πως να τολμήσουν οι τραπεζίτες να δανείσουν σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις που πνιγόντουσαν από χρέη και των οποίων τα εισοδήματα ήταν χαμηλότερα από ποτέ; Έτσι, οι τραπεζίτες πήραν το βουνό χρήματος που τους έδωσε το κράτος και το δάνεισαν στις μεγάλες, πλούσιες επιχειρήσεις. Κι εκείνες; Το πήραν και το πήγαν στα χρηματιστήρια για να επαναγοράσουν τις ίδιες τους τις μετοχές, αυξάνοντας έτσι τις τιμές τους – και χωρίς βέβαια το παραμικρό όφελος για την ευρύτερη οικονομία.
Κάπως έτσι, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι μεγαλοτραπεζίτες εθίστηκαν στο τζάμπα χρήμα, τα μηδενικά επιτόκια, που τους εξασφάλιζαν οι κεντρικές τράπεζες. Κάπως έτσι εξηγείται η απογείωση των τιμών των μετοχών, παρά το γεγονός ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων ήταν πολύ χαμηλή. Κάπως έτσι εξηγείται γιατί το συσσωρευμένο χρήμα (οι αποταμιεύσεις) επισκιάζουν τις καχεκτικές επενδύσεις, οι μισθοί παραμένουν στο πάτωμα, το ίδιο κι η συνολική κατανάλωση. ΚιόλααυτάπρινχτυπήσειοCOVID-19 φέρνοντας τα λοκντάουν που έπληξαν ακόμα πιο πολύ τόσο την συνολική παραγωγή όσο και την δυνατότητα των καταναλωτών να αγοράζουν.
Αυτά τα 12 χρόνια, προτού έρθει η πανδημία, εξηγούν γιατί μια μεγάλη τονωτική ένεση δεν μπορεί σήμερα να πετύχει εκείνο που μπορούσε το 2009. Για να πετύχει, πρέπει να κλείσει την ψαλίδα επενδύσεων και αποταμιεύσεων. Όμως, με το που πάρουν χαμπάρι οι χρηματαγορές ότι αυτή η ψαλίδα κλείνει, τα επιτόκια θα πάρουν τον ανήφορο καθώς οι αγορές χρήματος – ορθώς – κατανοούν πως η ανάκαμψη των επενδύσεων θα βάλει τέλος στο τζάμπα χρήμα των κεντρικών τραπεζών. Αμέσως, θα σημάνουν χρεοκοπία όλες οι επιχειρήσεις κι όλα τα νοικοκυριά που έως τώρα δεν έχουν πτωχεύσει επειδή καταφέρνουν να μετακυλούν τα δυσβάσταχτα χρέη τους με ελάχιστα επιτόκια. Μαζί τους θα έρθουν στα πρόθυρα νέας χρεοκοπίας κι οι τράπεζες που τους δάνειζαν τόσο καιρό.
Θεωρητικά, αυτό μπορεί να αποφευχθεί αν η δημοσιονομική τονωτική ένεση αυξήσει τα εισοδήματα και την συνολική κατανάλωση έτσι ώστε να ανανήψουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που σήμερα είναι στο χείλος της χρεοκοπίας. Όμως, στην πράξη, η δημοσιονομική τονωτική ένεση χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο για να αυξήσει τα εισοδήματα και την συνολική κατανάλωση απ’ ότι οι χρηματαγορές για να αυξήσουν το επιτόκιο.
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Πρόεδρος Μπάιντεν σήμερα το γέννησε η προηγούμενη δωδεκαετία «παγίδας ρευστότητας», καθιστώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις τράπεζες εξαρτημένες από το τζάμπα χρήμα της κεντρικής τράπεζας. Έτσι, σήμερα, κανένα μέγεθος δημοσιονομικής τόνωσης δεν μπορεί να πετύχει και τους δύο απαραίτητους στόχους: την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και την αποφυγή αλυσιδωτών πτωχεύσεων εταιρειών και νοικοκυριών.
Μια μεγάλη δημοσιονομική ένεση θα ήταν θείο δώρο το 2009. Το 2021, όμως, καμία δημοσιονομική ένεση δεν αρκεί. Όσο χρήμα και να ρίξει στην οικονομία η κυβέρνηση Μπάιντεν, το αποτέλεσμα θα είναι αποκαρδιωτικό εφόσον δεν περιέχει μέτρα ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των αδύναμων: σοβαρή αύξηση του κατώτατου μισθού, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (Medicareforall), και συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε επιχειρήσεις όπως η Amazon ή η WalMart. Δηλαδή όλα εκείνα που ο Πρόεδρος Μπάιντεν είτε δεν θέλει να κάνει είτε δεν του τα επιτρέπει το Κογκρέσο.
*Το άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate